- ηχομετρικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ηχόμετρο ή στην ηχομετρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometrique < sono- < son «ήχος» + metrique (πρβλ. μετρικός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.